άπωση

άπωση
η
η απώθηση (βλ. λ.)· (φυσ.), «ηλεκτρική άπωση», η απώθηση δύο ομώνυμα ηλεκτρισμένων σωμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άπωση — η (AM ἄπωσις) [απωθώ] η προς τα πίσω ώθηση, η απώθηση αρχ. αποδίωξη, απόκρουση …   Dictionary of Greek

  • ἀπώσῃ — ἀπώσηι , ἄπωσις thrusting fem dat sg (epic) ἀπωθέω thrust away aor subj mid 2nd sg (epic ionic) ἀπωθέω thrust away aor subj act 3rd sg (epic ionic) ἀπωθέω thrust away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώσηι — ἄπωσις thrusting fem dat sg (epic) ἀπώσῃ , ἀπωθέω thrust away aor subj mid 2nd sg (epic ionic) ἀπώσῃ , ἀπωθέω thrust away aor subj act 3rd sg (epic ionic) ἀπώσῃ , ἀπωθέω thrust away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρονικό πεδίο — Ελκτικό πεδίο δυνάμεων που δημιουργείται γύρω από ένα αδρόνιο. Το πεδίο αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την έλξη ανάμεσα στα πρωτόνια του πυρήνα που κανονικά θα έπρεπε να απωθούνται, ως ομώνυμα φορτισμένα. Η ένταση του α.π. είναι αντιστρόφως ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • отъриноути — ОТЪРИН|ОУТИ (88), ОУ, ЕТЬ гл. 1.Оттолкнуть; отодвинуть: перевозисѧ ˫арославъ. съ вои на дрѹгыи полъ дънѣпра. и ‹ло›дь ѿрiнѹша ѿ берега. ЛН XIII2, 1 (1016); то же ЛЛ 1377, 48 об. (1016); старць же ѿринѹвъ ю [блудни …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • επακόντιος — ον και α, ο 1. ο στερεωμένος πάνω σε ακόντιο «επακόντιος τορπίλλη» παλαιότερο είδος τορπίλλης που τήν τοποθετούσαν πάνω σε κοντάρι προσαρμοσμένο στην πλώρη τού πλοίου 2. το ουδ. ως ουσ. επακόντιο(ν) μεταλλικό αγκιστροειδές εξάρτημα στην άκρη… …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • ρευστοποίηση — Φυσικοχημικό φαινόμενο διά του οποίου επιτυγχάνουμε, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, τον μετασχηματισμό ενός κολλοειδούς συστήματος (*κολλοειδή) από την κατάσταση «ζελ» (gel) στην κατάσταση «σολ» (sol). Ως φαινόμενο, η ρ. μπορεί να θεωρηθεί το αντίθετο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”